Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Κικὴ Δημουλᾶ --ΠΕΡΑΣΑ

ΠΕΡΑΣΑ
Περπατῶ καὶ νυχτώνει.Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες μὲ βροχή,ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸτὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινοὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρωνὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγεικι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνιακαὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦνσὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.Τὰ τεντωμένα τόξα τουςβγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρακαὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τουςνὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψακαὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.Ἔλαβα κάρτες σύντομες:ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρακαὶ κάτι χαιρετίσματαἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.
Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέριακαὶ νὰ χάνω χέρια.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ...Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασακι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰκαὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουνἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδακι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίεςὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα. Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμιὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸστὰ ξεροπόταμακαὶ παρασύρθηκα.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.
http://www.youtube.com/watch?v=cB17Bmc2g3M

Δεν υπάρχουν σχόλια: